- ας
- (προήλθε με συγκοπή από την αρχαία προστακτική άφες), μόριο που σημαίνει1. προτροπή: Ας πάμε απόψε να τον επισκεφθούμε.2. συγκατάθεση: Ας έρθει τότε να μας δει.3. αδιαφορία: Ας κλαίει το μωρό, δε θα πάθει τίποτε.4. ευχή ή απευχή: Ας είχα και εγώ μια καλή σύνταξη. – Ας μην το δώσει ο Θεός.5. παραχώρηση ή εναντιότητα: Ας είναι λίγο, μου φτάνει. – Ας μην τολμήσει να με ξαναπλησιάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.